- παιχνιδιάρικος
- -η, -οαυτός που παίζει πολύ, που αγαπά τα παιχνίδια, παιχνιδιάρης: Το γατάκι είναι παιχνιδιάρικο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
παιχνιδιάρικος — και παιγνιδιάρικος, η, ο [παιχνιδιάρης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον παιχνιδιάρη («παιχνιδιάρικα καμώματα») 2. μτφ. αυτός που είναι γεμάτος χάρη, χαριτωμένος. επίρρ... παιχνιδιάρικα με παιχνιδιάρικο τρόπο … Dictionary of Greek
παιγνιδιάρικος — η, ο βλ. παιχνιδιάρικος … Dictionary of Greek